συμφιλιωτικές

συμφιλιωτικές
η , ό[ν] примирительный;

συμφιλιωτικέςές προσπάθειες — попытки к примирению


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συμφιλιωτικές" в других словарях:

  • συμφιλιωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συντελεί στη συμφιλίωση («οι συμφιλιωτικές προσπάθειες απέδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφιλιωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • Καντάφι, Μουαμάρ Αλ — (Muammar al Qaddafi, Μεγάλη Σύρτη 1942 –). Λίβυος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε γεωγραφία για μια τριετία στο πανεπιστήμιο της Βεγγάζης, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Μεταπήδησε στη Στρατιωτική Aκαδημία της Βεγγάζης, από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο …   Dictionary of Greek

  • συμφιλιωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συμφιλίωση: Δεν εγκατέλειψε τις συμφιλιωτικές του προσπάθειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»